αδοβάτης

αδοβάτης
ᾀδοβάτης, ο (Α)
αυτός που κατέβηκε στον κάτω κόσμο, στον άδη (σε διόρθωση τού Passow αντί «αγδαβάται» στην τραγωδία τού Αισχύλου Πέρσαι, στίχ. 924).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + βαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδοφοίτης — ἀδοφοίτης, ο (Α) αυτός που επισκέφθηκε τον άδη, τον κάτω κόσμο (πρβλ. ᾁδοβάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + φοιτῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”